- σισύρα
- η1) мех; 2) шуба
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σισύρα — σισύρᾱ , σισύρα goat s hair cloak fem nom/voc/acc dual σισύρᾱ , σισύρα goat s hair cloak fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σισύρᾳ — σισύραι , σισύρα goat s hair cloak fem nom/voc pl σισύρᾱͅ , σισύρα goat s hair cloak fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σισύρα — η, ΝΜΑ, και σίσυρνα και σισύρνα και σισύρνη, ΜΑ νεοελλ. γούνα, μηλωτή | (μσν. αρχ.) επενδύτης από κατσικήσιο, συνήθως, δέρμα με τις τρίχες του, γούνα ή πανωφόρι από κατσικήσιες τρίχες για την ημέρα και σκέπασμα για τη νύχτα, κν. σήμερα γνωστό ως… … Dictionary of Greek
σισύρας — σισύρᾱς , σισύρα goat s hair cloak fem acc pl σισύρᾱς , σισύρα goat s hair cloak fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σισύραι — σισύρα goat s hair cloak fem nom/voc pl σισύρᾱͅ , σισύρα goat s hair cloak fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σισύραν — σισύρᾱν , σισύρα goat s hair cloak fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
СИСИРА — • Σισύρα, см. Vestis, Одежда, 5 … Реальный словарь классических древностей
σισυρῶν — σισύρα goat s hair cloak fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σισύραις — σισύρα goat s hair cloak fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σισύρη — σισύρα goat s hair cloak fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σισύρην — σισύρα goat s hair cloak fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)